- φιλόδοξα
- ambitieusement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φιλόδοξα — φιλόδοξος loving fame neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του … Dictionary of Greek
φιλοδόξως — ΝΑ, και φιλόδοξα Ν επίρρ. βλ. φιλόδοξος … Dictionary of Greek
φιλόδοξος — η, ο / φιλόδοξος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη δόξα, αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει δόξα νεοελλ. 1. αυτός που διακατέχεται από ζωηρή επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου 2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανής αρχ. το ουδ.… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Γέλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γ. Α’ (περ. 540 – 478 π.Χ.). Τύραννος της Γέλας και των Συρακουσών, γιος του Δεινομένη. Καταγόταν από τον ιεραρχικό οίκο του Τηλίνη, ιερέα των χθόνιων θεοτήτων, από την Τήλο. Αρχικά, αρχηγός ιππικού του τυράννου της… … Dictionary of Greek
Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… … Dictionary of Greek